πίκλα

πίκλα
η, Ν
συν. στον πληθ. οι πίκλες
λαχανικά, κυρίως μικρά αγγούρια, πιπεριές, κομμάτια κουνουπιδιού κ.ά., που τοποθετούνται φρέσκα και διατηρούνται σε διάλυμα με ξίδι και αλατόνερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pickle, πιθ. < μσν. γερμ. pekel/peekel που συνδέεται πιθ. με το μσν. γερμ. picken/pecken «κεντώ, τρυπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πικλάρισμα — το, Ν η τοποθέτηση τών δερμάτων σε διάλυμα θειικού ή άλλου οξέος και αλατιού, μετά την απασβέστωσή τους στο βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίκλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”